- δημοσιονόμος
- ο финансист (специалист); экономист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δημοσιονόμος — ο ο ειδικός στη δημοσιονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ιωάν. Ζωγράφο] … Dictionary of Greek
δημοσιονόμος — ο, η ο επιστήμονας που ασκεί τη δημοσιονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
δημοσιονομία — η επιστήμη που ασχολείται με τα δημόσια οικονομικά, η δημόσια οικονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιονόμος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιωάν. Σούτζο] … Dictionary of Greek
δημόσιες δαπάνες — Τα ποσά που δαπανά το κράτος στα πλαίσια της δημοσιονομικής του δραστηριότητας για την υλοποίηση των σκοπών του. Τα ποσά αυτά αποκτώνται κυρίως από τους φόρους που επιβάλλει το κράτος στους πολίτες. Για τη συμπλήρωσή τους ανατρέχει και σε άλλες… … Dictionary of Greek